- πικρόλιθος
- ο, Ν(ορυκτ.)ένυδρο ορυκτό πυριτικό άλας τού μαγνησίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. picrolite (< πικρ(ο)*- + λίθος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πικρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λ. τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πικρός ή στο επίρρ. πικρά και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι πικρό στη γεύση (πρβλ. πικραμύγδαλο, πικρόγλυκος, πικρόμηλο), επώδυνο, οδυνηρό, δυσάρεστο (πρβλ. πικραγαπημένος, πικροβάσανα,… … Dictionary of Greek